- εμβαπτίζω
- μετ. окунать, погружать (в жидкость)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβαπτίζω — (Α ἐμβαπτίζω) βυθίζω, βουτώ κάτι μέσα σε υγρό … Dictionary of Greek
ἐμβαπτισθέντα — ἐμβαπτίζω aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμβαπτίζω aor part pass masc acc sg ἐμβαπτίζω aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμβαπτίζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτίζει — ἐμβαπτίζω pres ind mp 2nd sg ἐμβαπτίζω pres ind act 3rd sg ἐμβαπτίζω pres ind mp 2nd sg ἐμβαπτίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτίζουσι — ἐμβαπτίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐμβαπτίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐμβαπτίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐμβαπτίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτισθεῖσα — ἐμβαπτίζω aor part pass fem nom/voc sg ἐμβαπτίζω aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτισθείη — ἐμβαπτίζω aor opt pass 3rd sg ἐμβαπτίζω aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαπτίζων — ἐμβαπτίζω pres part act masc nom sg ἐμβαπτίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάπτισον — ἐμβαπτίζω aor imperat act 2nd sg ἐμβαπτίζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεβαπτίζοντο — ἐμβαπτίζω imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβάπτω — ΜΑ εμβαπτίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταβάπτω «βυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek
ἐμβαπτίσας — ἐμβαπτίσᾱς , ἐμβαπτίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐμβαπτίσᾱς , ἐμβαπτίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)